ουρανοσκόπος

ουρανοσκόπος
(uranoscopus). Γένος οστεοϊχθύων των θερμών κυρίως θαλασσών. Το πιο κοινό είδος του είδους, που ζει στη Μεσόγειο, είναι ο λύχνος, ψάρι χοντρό και πλατύ στο πίσω μέρος του σώματός του. Έχει χρώμα γκρίζο σκούρο, με σκούρες επίσης κηλίδες και κοιλιά υπόλευκη. Το μήκος του φτάνει τα 30 εκ. Το ψάρι αυτό είναι κοινό στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό κυρίως με την ονομασία λούτσος.
* * *
-ο (Α οὐρανοσκόπος, -ον)
1. αυτός που παρατηρεί τον ουρανό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουρανοσκόπος
ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. λύχνος και τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οὐρανοσκόπος — observing the heavens masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοσκόπον — οὐρανοσκόπος observing the heavens masc/fem acc sg οὐρανοσκόπος observing the heavens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοσκόποι — οὐρανοσκόπος observing the heavens masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοσκόπῳ — οὐρανοσκόπος observing the heavens masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Himmelsgucker (Art) — Himmelsgucker Himmelsgucker (Uranoscopus scaber) Systematik Stachelflosser (Acanthopterygii) Barschverwandte (Percomorpha) …   Deutsch Wikipedia

  • CALLIONYMUS — piscis est, cuius felle Medici utuntur ad extergendas albugines, quique interdiu in terram exire legitur, ad somons capiendos, ἡμεροκοίτης propterea dictus Oppiano Halieutic. l. 2. Unde Franciscus Vallesius, magni acuminis olim Philosophue in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • καλλιώνυμος — (Callionymus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των καλλιωνυμιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, το μήκος των οποίων είναι μικρότερο από 30 εκ. Έχουν μεγάλο και πλατύ κεφάλι χωρίς λέπια, στενό στόμα με πολλά και μικρά δόντια και μεγάλα στηθικά… …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”